-
1 προ-μηθής
προ-μηθής, ές (μήδομαι, μῆτις), vorsorglich, besorgt; οὔτε τι ϑανεῖν προμηϑής, Soph. El. 1067, nicht achtend; εἰς τὸν ἔπειτα βίον προμηϑέστερον εἶναι, Plat. Lach. 188 b; Thuc. 3, 82; τὸ προμη-ϑές, die Vorsicht, 4, 92.
-
2 προμηθής
προ-μηθής, ές, vorsorglich, besorgt; οὔτε τι ϑανεῖν προμηϑής, nicht achtend; τὸ προμη-ϑές, die Vorsicht